- ἐξήρατο
- ἐξήρατο: see ἐξάρνυμαι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐξήρατο — ἐξαίρω lift up plup ind mp 3rd pl (epic) ἐξή̱ρατο , ἐξαίρω lift up aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) ἐξαράομαι utter curses plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήρατ' — ἐξήρατο , ἐξαίρω lift up plup ind mp 3rd pl (epic) ἐξή̱ρατο , ἐξαίρω lift up aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) ἐξή̱ρατε , ἐξαίρω lift up aor ind act 2nd pl (attic epic ionic) ἐξήραται , ἐξαίρω lift up perf ind mp 3rd pl (epic) ἐξήρατο ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαίρω — (AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω] υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές») νεοελλ. 1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως») 2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό) αρχ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek